καρυέλαιο

καρυέλαιο
το
το καρυδέλαιο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ἔλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”